- αμετάστρεπτος
- -η, -ο (Α ἀμετάστρεπτος, -ον)αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσωνεοελλ.αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτοςαρχ.αδιάφορος, απρόσεκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μεταστρέφω.ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί].
Dictionary of Greek. 2013.